- μεθυπέρβατος
- μεθυπέρβατος, -ον (Α)(για λέξη) υπερβατός, συγκεχυμένος ή περιπεπλεγμένος («νόημα μεθυπέρβατον», Θεοδώρ.).επίρρ...μεθυπερβατῶς (Α)με αλλαγή τής συνήθους ή κανονικής σειράς τών λέξεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ὑπερβατός].
Dictionary of Greek. 2013.